σπιράγιο

σπιράγιο
το, Ν
ναυτ. άνοιγμα τού καταστρώματος πάνω από το μηχανοστάσιο ή τα διαμερίσματα τού πλοίου το οποίο καλύπτεται με γυαλί ή άλλο διαφανές ή ημιδιαφανές υλικό και χρησιμεύει για τον φωτισμό και τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων τού πλοίου, ο φωταγωγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”